ψίλωση

ψίλωση
η
1. αποτρίχωση.
2. απογύμνωση από κάθε βλάστηση.
3. στηγραμματική, η χρησιμοποίηση ψιλού πνεύματος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ψίλωση — η / ψίλωσις, ώσεως, ΝΜΑ [ψιλῶ / ώνω] 1. (σχετικά με έκταση) απογύμνωση από δένδρα 2. αφαίρεση τριχών, αποψίλωση, μάδημα νεοελλ. α) παθολογική πτώση τών μαλλιών, αλωπεκία β) επίμονη διάρροια νεοελλ. μσν. γραμμ. η χρήση τού ψιλού πνεύματος, τής… …   Dictionary of Greek

  • ψιλώσῃ — ψιλώσηι , ψίλωσις stripping bare of flesh fem dat sg (epic) ψῑλώσῃ , ψιλόω strip bare aor subj mid 2nd sg ψῑλώσῃ , ψιλόω strip bare aor subj act 3rd sg ψῑλώσῃ , ψιλόω strip bare fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αύος — αὖος, η, ον και αὗος, η, ον και ος, ον (Α) 1. (για ξύλα, καρπούς κ.λπ.) ξερός, στεγνός 2. (για φύλλα) μαραμένος, ξερός 3. (για τους γέρους) αυτός που τρέμει (κυρίως από φόβο), που έχει το εύθραυστο του ξερού φύλλου 4. διψασμένος 5. εμβρόντητος,… …   Dictionary of Greek

  • ψιλωτικός — ή, ό / ψιλωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [ψιλῶ] αυτός που συντελεί στην ψίλωση, αποψιλωτικός (α. «ψιλωτικό φάρμακο» β. «ἀλωπεκία τὸ πάθος τὸ ψιλωτικὸν τῶν τριχῶν καὶ γενείων», Μέγα Ετυμολογικόν) μσν. γραμμ. (για τους Ίωνες και τους Αιολείς) αυτός που αγαπά… …   Dictionary of Greek

  • Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος …   Dictionary of Greek

  • άγιος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 917 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιστιαίας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιδηψού. * * * ια και ία, ιο (AM ἅγιος, ία, ιον) 1. (για πρόσωπα) ενάρετος, ευσεβής 2. ονομασία τού Θεού, τού Πνεύματος, τών… …   Dictionary of Greek

  • άδρυα — ἄδρυα, τα (Α) λέξη τού Ησυχίου με τρεις σημασίες: 1) μονόξυλα πλοία σαν τα σημερινά κανώ (Κύπριοι) 2) ακρόδρυα* σε μήλα (Σικελοί) 3) τα επάνω μέρη τού αρότρου όπου εφαρμόζει ο «ιστοβοεύς», ο ρυμός, το «τιμόνι» τού αρότρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η (1) και… …   Dictionary of Greek

  • άκος — ἄκος ( ως), το (Α) 1. θεραπευτικό μέσον, γιατρικό 2. μέσο ψυχικής ανακούφισης και παρηγοριάς, καταφυγή 3. μέσο για τήν επίτευξη κάποιου σκοπού 4. απρόσ. «ἄκος ἐστὶ μοι», μέ ωφελεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. συνδέεται πιθ. με τύπους,… …   Dictionary of Greek

  • άλλομαι — ἅλλομαι (Α) 1. (για έμψυχα και άψυχα) αναπηδώ, σκιρτώ, τινάζομαι 2. υπερβαίνω, υπερπηδώ 3. (για ήχο) ξεπηδώ, αντηχώ 4. (για μέλη τού ανθρώπινου σώματος) πάλλομαι, τρέμω 5. φρ. «ἅλλομαι ἐπί τινι», εφορμώ, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου 6. στη… …   Dictionary of Greek

  • άμα — (Α ἅμα) Ι. (ως επίρρημα) (παροιμιώδης φράση) «ἅμ’ ἔπος ἅμ’ ἔργον», πάραυτα, αμέσως, παρευθύς, στη στιγμή και νεώτ. «εν τω άμα» και «ἐν τῷ ἅμα καὶ τό θάμα» αρχ. (κυρίως με άμεση αναφορά σε χρόνο) 1. αμέσως, συγχρόνως 2. με την ίδια σημασία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”